- μώμος
- Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας.
* * *ο (Α μῶμος)1. μομφή, ψόγος, κατηγορία, επίπληξη, αποδοκιμασία2. (για πρόσ.) χλευαστής, είρωνας3. ως κύριο όν. Μώμοςο προσωποποιημένος θεός τού ψόγου, τής κατάκρισις και τού χλευασμού, γιος τού Ύπνου και τής Νύκταςαρχ.ελάττωμα, ψεγάδι, κουσούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῶμος συνδέεται με τη λ. μῦμαρ (αιολ.) «αίσχος, φόβος, ψόγος» που χρησιμοποιείται στον Ησύχ. Για την εμφάνιση ω και υ τών τ. εικάζεται είτε κώφωση τού ω σε υ (πρβλ. ἀμύμων) είτε μετάπτωση (πρβλ. ζωμός: ζύμη). Η σύνδεση με το μωκῶμαι θεωρείται αμφίβολη, παρά τη σημασιολογική συγγένεια. Η λεξιλογική οικογένεια τής λ. μῶμος διακρίνεται από εκείνη τού μέμφομαι, κυρίως ως προς το ότι η πρώτη αναφέρεται τόσο στον εμπαιγμό για ένα ελάττωμα όσο και στο ελάττωμα καθ' εαυτό].
Dictionary of Greek. 2013.